- σωματικῶς
- σωματικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek
плътьскы — (27) нар. к плътьскыи. 1.В 1 знач.: троицѧ… ѥдинѣмь бываѥть видима. таковыимъ чл҃вкомъ. плътьскы ѿ нихъ видима. (σαρκικῶς) КЕ XII, 286а; то же КР 1284, 390б; Иже свою кѹму. именемь брака да поиметь. или iнако плотьскы. съплетаетьсѧ с нею. кѹпно… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Leibhaft — Leibhaft, oder Leibhaftig, adj. et adv. 1) * Körperlich, mit einem Körper versehen; eine veraltete Bedeutung, in welcher in dem 1483 gedruckten Buche der Natur die Körper leibhaftige Dinge genannt werden. 2) In engerer Bedeutung, mit einem… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
телесне — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. (греч. σωματικῶς) телеснο, свойственно телу; истинно,… … Словарь церковнославянского языка
плътьскыи — (264) пр. 1.Относящийся к телу, телесный; физический: Гл҃ють ˫ако… троицѧ. ˫аже ѥсть вьсеи твари по ‹сѹ›щьствѹ невидима. плътьскыима очима бысть видѣтi. ѿ приходѧщиихъ въ гл҃ѥмоѥ. ѿ нихъ бестрастиѥ. (σαρκός) КЕ XII, 286а; жидове въ сѹботѹ и во… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 … Hofmann J. Lexicon universale
θεότητα — και θεότη, η (AM θεότης, Μ και θεότητα) η φύση, η ουσία τού θεού, το σύνολο τών ιδιοτήτων τού θεού («ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς», ΚΔ) νεοελλ. μσν. 1. το ίδιο το υπέρτατο ον, ο θεός 2. (με ειδωλολατρική σημασία) θεός,… … Dictionary of Greek
καταπιέζω — (Α καταπιέζω) πιέζω, συνθλίβω, σπρώχνω προς τα κάτω νεοελλ. μτφ. 1. στενοχωρώ υπερβολικά κάποιον, τόν βασανίζω, τόν τυραννώ ψυχολογικώς ή σωματικώς 2. στερώ την ελευθερία και τα δικαιώματα κάποιου με τη βία, καταδυναστεύω … Dictionary of Greek
μουχλός — ή, ό [μούχλα] 1. μουχλιασμένος 2. μτφ. αυτός που παραμένει σε αδράνεια, σε στασιμότητα, ο σωματικώς ή πνευματικώς αδρανής … Dictionary of Greek
ξεστυλώνω — 1. αφαιρώ τον στύλο που στηρίζει κάτι 2. (το μέσ.) ξεστυλώνομαι μτφ. εξαντλούμαι, είμαι εξαντλημένος σωματικώς από πείνα, από έλλειψη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στυλώνω] … Dictionary of Greek